- πολυπόδιο
- το / πολυπόδιον, ΝΜΑ [πολύπους, -οδός]βοτ. κοσμοπολίτικό γένος πτεριδοφύτων τής οικογένειας πολυποδιίδες| αρχ. μικρό χταπόδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεντροφτέρι — το το διακοσμητικό φυτό πολυπόδιο το κοινό, το πολυπόδι … Dictionary of Greek
πολυποδίτης — ὁ, Α οίνος αρωματισμένος με το φυτό πολυπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπους, οδος + κατάλ. ίτης (πρβλ. δαφν ίτης, μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
πολυποδιίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια πτεριδοφύτων που ανήκει στην κλάση πολυδιόψιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ,, πρβλ. αγγλ. polypodiaceae < polypodium «πολυπόδιο»] … Dictionary of Greek
πολύποδας — I Μία από τις δυο μορφές των κοιλεντερωτών, που έχει μορφή θύλακα και είναι προσκολημμένη σ’ ένα υποβρύχιο υποστήριγμα. Σε σχέση με την άλλη μορφή, τη μεδουσοειδή, που δεν υπάρχει στα ανθόζωα κοιλεντερωτά, ο π. έχει απλούστερο οργανισμό: ο… … Dictionary of Greek
σκολοπένδριο — το / σκολοπένδριον, ΝΑ [σκολόπενδρα] γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πτεριδοφύτων που ανήκει στην οικογένεια πολυποδιίδες τής τάξης πολυποδιώδη τής κλάσης πολυποδιόψιδα, με 10 περίπου είδη φτέρης, και το οποίο κατά την… … Dictionary of Greek